- Ἄττ'
- Ἄσσα , Ἄσσαfem nom/voc sgἌσσαι , Ἄσσαfem nom/voc plἌσσᾱͅ , Ἄσσαfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄττ' — ἄττα , ἄττα something indeclform (exclam) ἄττε , ἀίσσω shoot pres imperat act 2nd sg (attic) ἄττε , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅττ' — ἅττα , ὅστις that neut nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλήσσω — αττ. τ. παραπλήττω, Α 1. χτυπώ πλαγίως ή χτυπώ εσφαλμένα («παραπλήττειν τὰς νευράς», Φιλόστρ.) 2. παθ. παραπλήσσομαι, αττ. τ. παραπλήττομαι α) παραφρονώ, τρελαίνομαι β) εκπλήσσομαι … Dictionary of Greek
πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ … Dictionary of Greek
παραπάσσω — αττ. τ. παραπάττω, Α πασπαλίζω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πάσσω «πασπαλίζω»] … Dictionary of Greek
παραταράσσομαι — αττ. τ. παραταράττομαι, Α ταράζομαι υπερβολικά, τρομάζω πολύ («ὑπὸ τῶν φαντασιῶν παραταραχθείς», Αρριαν.) … Dictionary of Greek
πασσαλείον — αττ. τ. πατταλεῑον, τὸ, Α [πασσαλεύω] (υποκορ. τού πάσσαλος) 1. πασσαλίσκος 2. μτφ. κίνητρο («πάσης κακίας ὡσανεὶ πασσαλεῑόν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», Πολ.) … Dictionary of Greek
περιαμύσσω — αττ. τ. περιαμύττω, Α κάμνω αμυχές σε όλα τα μέρη κάποιου, γρατσουνίζω κάποιον παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀμύσσω «ξεσχίζω, γρατσουνίζω»] … Dictionary of Greek
προαπαλλάσσω — αττ. τ. προαπαλλάττω Α 1. απαλλάσσω εκ τών προτέρων 2. χάνω κάποια ιδιότητα («ὁ σφυγμὸς προαπαλλάσσει τὴν σφοδρότητα», Μαρκελλίν. Ιατρ.) 3. αναχωρώ πρωτύτερα («οἱ Αιτωλοὶ πάντες προαπηλλαχότες ἦσαν εἰς τὴν οἰκείαν», Διόδ.) 4. φρ. «προαπαλλάσσω… … Dictionary of Greek
προσδιαπλάσσω — αττ. τ. προσδιαπλάττω Α εφευρίσκω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαπλάσσω «σχηματίζω, διαμορφώνω»] … Dictionary of Greek